Σπύρος Κωνσταντούλας
Λέγεται συχνά: «το πιάτο της εκδίκησης τρώγεται κρύο». Αναρωτιέται κανείς: γιατί όχι ζεστό; Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να περιμένει να κρυώσει; Γίνεται φανερό έτσι πως ματαιώνει τη διεκδίκηση κατά πρόσωπο, για μελλοντική εκδίκηση «χωρίς πρόσωπο». Δηλαδή «να του τη φέρει πισώπλατα» την κατάλληλη στιγμή. Μήπως τελικά η ίδια η εκδίκηση είναι αδυναμία διεκδίκησης, και από πού πηγάζει αυτή η αδυναμία;
Αυτή η αδυναμία που ονομάστηκε μνησικακία, έχει βαθιές ρίζες και πηγάζει από την ίδια την ανθρώπινη δειλία. Έτσι η μνησικακία ως μεταμφιεσμένη δειλία, φόβος σύγκρουσης, διεκδίκησης ή ακόμα και ρήξης στο παρόν, μεταθέτει τη λύση στο απώτερο μέλλον, ψάχνοντας την κατάλληλη ευκαιρία για εκδίκηση. Έτσι επωάζεται η μνησικακία.
Υποχωρώντας και δειλιάζοντας ο άνθρωπος, αντί να παλέψει για το δίκιο που τον «έπνιγε» όταν έπρεπε, τώρα πνίγεται στο φαρμάκι της μνησικακίας.
Η ιστορία της μνησικακίας είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος και δε θα λέγαμε όπως ένας φιλόσοφος του περασμένου αιώνα, ότι μία από τις νεωτερικές ανακαλύψεις είναι η ανακάλυψη της μνησικακίας από το Νίτσε (Μαξ Σέλερ). Ο Νίτσε διαύγασε και εμβάθυνε όσο κανείς το θέμα της μνησικακίας κυρίως σε σχέση με την ηθική και τη θρησκεία.
Ο Αίσωπος με τους γνωστούς μύθους του γνώριζε τη μνησικακία ως αδυναμία των ανθρώπων, μόνο που με την αλληγορική του δύναμη και ευφυΐα τη «φόρτωσε στην αλεπού» που επειδή δεν έφτανε τα σταφύλια, τα βάφτισε ξινά (όμφακες εισίν).
Μια εξαιρετική και ίσως μοναδική στην Ιστορία περίπτωση που μια εν δυνάμει μνησικακία έγινε αναπάντεχη ιστορική επιτυχία, είναι με το Θεμιστοκλή. Με παρρησία και θάρρος ο Θεμιστοκλής ομολόγησε δημόσια τη ζηλοφθονία του: «ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον». Και αντί η ζηλοφθονία του να εσωτερικευθεί και να τον αυτοδηλητηριάσει ως μνησικακία, μετετράπη στη μεγαλουργία της νικηφόρας ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Επομένως δεν είναι ανίκητη η μνησικακία, αν και άκρως επικίνδυνη. Γνωρίζοντάς το αυτό οι Αθηναίοι, μετά την πτώση των Τριάκοντα Τυράννων και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, μετά τον καταστροφικό Πελοποννησιακό πόλεμο και επειδή σοβούσε ο κίνδυνος της διχόνοιας, είχαν την ανεπανάληπτη στην ιστορία πολιτική ανωτερότητα και παιδεία να ψηφίσουν ομόφωνα νόμο «περί του μη μνησικακείν» και «ηγούμενοι τούτο πρώτον άρχειν δει της Ομονοίας»!(Αριστοτέλους: Αθηναίων Πολιτεία).
Ο Πλάτωνας όμως, πιθανότατα από φόβο, έπεσε στην παγίδα ενός είδους «πνευματικής μνησικακίας» θέλοντας να εξορίσει τους Ποιητές από την «Πολιτεία» του. Δε μπορεί να μη γνώριζε ότι η Τραγική ποίηση όχι μόνο δεν ερεθίζει μέσω μίμησης το άλογο μέρος της ψυχής του ανθρώπου, αλλά’ αντιθέτως το καθαρίζει (κάθαρση, Αριστοτέλους Ποιητική) και το εξευγενίζει.
Στις μέρες μας έχουμε πληθώρα εκφράσεων όπως: «έχει ο καιρός γυρίσματα», πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», «θα γυρίσει ο τροχός» κ.ά. που βρίθουν θα λέγαμε μνησικακίας.
Ακόμα και λέξεις με κατά κάποιο τρόπο, πολιτικό και όχι μόνο, περιεχόμενο, όπως καιροσκοπισμός, ρεβανσισμός, οπορτουνισμός, σπέκουλα κ.ά. δεν είναι παρά «εκλεπτυσμένες»μορφές συγκαλυμμένης μνησικακίας.
Ένα συχνό φαινόμενο που παρατηρείται στους Νεοέλληνες είναι η μνησικακία της καταγωγής. Προερχόμενοι κάποιοι από φτωχές οικογένειες, πράγμα για το οποίο δεν ευθύνονται, επιδίδονται σε εξοντωτική και εθελόδουλη εργασιομανία, με απώτερο στόχο τον πλουτισμό, την κοινωνική αναρρίχηση με κάθε μέσο, και πολλές φορές «πατώντας επί πτωμάτων». Κι όλα αυτά για επίδειξη και την πολυπόθητη αναγνώριση των άλλων: «θα με δείτε μια μέρα και θα τρίβετε τα μάτια σας».
Σε τέτοιες περιπτώσεις δε μπορούμε να μη θυμηθούμε τον Επίκουρο που έγραψε: «ο άνθρωπος αναβάλλει συνεχώς την ευτυχία του και πεθαίνει εν μέσω ατελείωτων ασχολιών» ή «αυτοί που ονειρεύονται να γίνουν πλούσιοι δε γλιτώνουν απ’ τις έγνοιες απλώς αλλάζουν έγνοιες»!
Αλλά και η εικόνα του Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία που είχε όνειρο ζωής να πάει στο χωρίο του «να δείξει τη Μερσεντές» δεν είναι πολύ μακρινή. Αυτό δεν ήταν μόνο αφελής επαρχιωτισμός αλλά και διψασμένος για αναγνώριση κοινωνικός ναρκισσισμός.
Θλιβερά συμβάντα μεταξύ των ανθρώπων ως αποτέλεσμα δυσανάλογης αντίδρασης και που εύκολα φέρουν ετικέτες όπως «δι ασήμαντον αφορμήν» ή «πολύ κακό για το τίποτα» δεν είναι παρά ετεροχρονισμένη, «ανεξήγητη» και «ασύμμετρη» έκρηξη οργής, μανίας και θυμού που κρύβουν μια παρατεταμένη, σιγοκαίουσα, απωθημένη και συμπιεσμένη μνησικακία. Ακόμα και μεταξύ συγγενικών οικογενειών έχουμε «τραγικά γεγονότα» και «βεντέτες» ως εκδηλώσεις «ανεξήγητης» μνησικακίας: «να πάρουν το αίμα τους πίσω»!
Το σαράκι της μνησικακίας, θα μπορούσε να πει κανείς, κατατρώγει όχι μόνο άτομα, οικογένειες, ομάδες (όχι μόνο ποδοσφαιρικές ή σχολικές) τάξεις, κόμματα, έθνη αλλά και θρησκείες και πολιτισμούς. Ακούγεται συχνά: αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν «προηγούμενα» που σήμερα λέγονται «διαφορές». Αφού λοιπόν έχουν διαφορές γιατί δεν τις λύνουν; Κι εφόσον έχουν προηγούμενα γιατί περιμένουν; Τι φοβούνται; Οχυρώνονται βολικά λοιπόν στην δήθεν αδιαφορία αλλά το οχυρό αυτό κρύβει το θηρίο που το λένε μνησικακία. Δεν είναι τυχαίο που κόμματα διψασμένα για εξουσία και όχι για Δημοκρατία και Αξιοκρατία εμφορούνται από ρεβανσισμό και μνησικακία, που τα θέριεψε ο παραγκωνισμός, η αφάνεια και η πολιτική απουσία.
Μια μνησίκακη μόδα στις μέρες μας, που πηγάζει από την ανεπάρκεια δημιουργικότητας και πρωτοτυπίας, έχει μεταμφιεσθεί σε πληθώρα κουτσομπολίστικης ζηλοφθονίας στοχεύοντας μεγάλους δημιουργούς. Κάποιοι, με άμετρη φλυαρία και ανευθυνότητα, επιδίδονται με λύσσα στην απομυθοποίηση και αποκαθήλωση του έργου τους, ακόμα και γελοιοποίηση της ιδιωτικής τους ζωής.
Μια ιδιότυπη μορφή μνησικακίας είναι η απαξίωση κορυφαίων εποχών της ιστορίας του πολιτισμού, όπως ο 5ος αιώνας στην κλασσική Αθήνα, και το μόνιμο τροπάρι που ακούγεται: «μα οι Αρχαίοι είχαν τους δούλους» λες και σήμερα δεν υπάρχουν δούλοι! Η βαθυστόχαστη απάντηση ανήκει στη Ζ.Ρομιγύ: «οι Αθηναίοι άνοιξαν πάρα πολλούς δρόμους! Όμως εμείς με τη μνησίκακη μικροψυχία μας θα θέλαμε να τους έχουν ανοίξει όλους». Και ο Νίτσε στη «Γέννηση της Τραγωδίας»:…οι άνθρωποι νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Αρχαίους Έλληνες, εκτός κι αν εκτιμούν πάνω απ’ όλα την αλήθεια και τολμούν να την αναγνωρίσουν ακέραιη: οι Αρχαίοι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας, και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των άλλων πολιτισμών είναι κατώτερης ποιότητας και αίγλης από τους ηνιόχους τους που τόχουν παιχνιδάκι να γκρεμίσουν αυτό το σύνολο σε μια άβυσσο, πάνω απ’ την οποία εκείνοι πηδούν μ’ ένα Αχίλλειο άλμα!»
Στη χώρα μας σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας παράδοξης μνησικακίας που «στοιχειώνει» πολλούς Νεοέλληνες: μια εχθρική στάση προς οτιδήποτε Δημόσιο –Κρατικό σε βαθμό απιστίας ή διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, βρομίσματος δημόσιων κτιρίων κι μνημείων, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ετεροχρονισμένη μνησικακία απέναντι στην Ενετική ή Οθωμανική αυτοκρατορία που ψευδαισθητικά συνεχίζει να υφίσταται με τη μορφή του Ελληνικού Κράτους. Έτσι ο σημερινός υπήκοος μετατρέπεται σ’ ένα θρασύδειλο νεοραγιά που δήθεν ζημιώνει ή κλέβει τον «ξένο» κατακτητή.
Στρέφοντας τώρα τη ματιά μας στον Πλανήτη, παρ’ όλη τη σημαντική «πρόοδο», φτάσαμε στο σημείο να αποδίδουμε μνησικακία στη Φύση (σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές) αντί να δούμε τη δική μας αλαζονική μνησικακία απέναντι στη Φύση, που ξεκίνησε με το υπεροπτικό πρόταγμα των νέων χρόνων: «να γίνουμε αφέντες και κυρίαρχοι της Φύσης». Με το δίκιο του διαμαρτύρεται ο Οδυσσέας Ελύτης: «δεν έχω πού να σταθώ, ακόμα και τα’ άστρα έχουν κατοικηθεί».
Έτσι φτάνουμε λοιπόν ν’ αναρωτηθούμε τι μπορεί να γίνει για την πρόληψη ή και την αντιμετώπιση της μνησικακίας.
Η διεκδίκηση και η σύγκρουση απαιτούν θάρρος, τόλμη, ευθύτητα και ανδρεία. Δεν υπάρχει έμφυτη ανδρεία, δε χαρίζεται ούτε κληρονομείται αλλά δημιουργείται καθώς ασκείται.
Η παρακαταθήκη της Τραγικής σκέψης δικαιώνεται διαχρονικά μέσα από τη σύγκρουση, λύση, κάθαρση ακόμα και τη συμφιλίωση ή, όπως σοφά ελέχθη: καλύτερα ένα τρομερό τέλος παρά ένας τρόμος δίχως τέλος!
Ακόμα κι αν κάποιοι αντιτείνουν πως δεν έχουμε όλοι τις ίδιες δυνατότητες, εύλογο είναι ν’ αναρωτηθεί κανείς: πόσο συχνά εξαντλούμε τις δυνατότητες που έχουμε; Σωστά το επεσήμανε ο Πλάτων λέγοντας να γίνουμε καλύτεροι από αυτό που είμαστε, «κρείττω εαυτώ». Δεν είναι ανάγκη να ξεχωρίσουμε ως ιδιοφυίες ή μεγαλοφυΐες αλλά όλοι να εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητές μας για να αυτοπραγματωθούμε. Η επανάπαυση είναι ελκυστική και βολική γιατί η εικόνα που φτιάξαμε για τον εαυτό μας είναι ικανοποιητική. Όμως μόνο ως ανικανοποίητοι με τον εαυτό μας και βάζοντας ψηλά τον πήχυ, όσο περισσότερο θα τολμάμε τόσο περισσότερο θα προχωράμε.
Τελειώνοντας θα λέγαμε ότι η μόνη «μνησικακία» που είναι επιτρεπτή είναι εκείνη που υπέστη ποιητική μετατροπή: η «μνησικακία» που γίνεται ποίηση: «αυτές οι θάλασσες μια μέρα θα εκδικηθούνε και κάποτε τα όνειρα θα λάβουνε εκδίκηση!»(Οδυσσέας Ελύτης).