Μήπως η έναρξη της κολονοσκόπησης με τον ασθενή στην δεξιά πλαγία θέση έχει περισσότερα πλεονεκτήματα; Ποιοι μπορεί να ωφελούνται περισσότερο;
Right Or Left in COLonoscopy (ROLCOL)? A randomized controlled trial of Right- versus Left-sided starting position in colonoscopy. N. Vergis, A.K. McGrath, C.H. Stoddart and J. M. Hoare. Am J Gastroenterol 2015; 110: 1576-1581trointest Endosc 2013;77:932-6.
Παρά το γεγονός πως η έναρξη της κολονοσκόπησης, γίνεται με τον εξεταζόμενο στην αριστερή πλαγία (LL) θέση, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν πως αυτή αποτελεί και την καλύτερη πρακτική. Η προώθηση του ενδοσκοπίου στο αριστερό κόλον και ιδίως στο σιγμοειδές, είναι πολλές φορές δυσχερής λόγω των οξειών καμπών του τμήματος αυτού. Η εμφύσηση αέρα, όταν ο ασθενής είναι ξαπλωμένος στη δεξιά πλαγία (RL) θέση, διατείνει επαρκέστερα το αριστερό κόλον, αμβλύνοντας με τον τρόπο αυτό τις καμπές του σιγμοειδούς και συνεπώς διευκολύνοντας την περαιτέρω προώθηση του ενδοσκοπίου.
Στην παραπάνω μελέτη, τα χαρακτηριστικά των ασθενών (ηλικία, φύλο, δείκτης μάζας-σώματος, περιφέρεια μέσης και ιστορικό προηγούμενης χειρουργικής επέμβασης στην κοιλία) που τυχαιοποιήθηκαν στις δύο ομάδες δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους. Ούτε η εμπειρία των ενδοσκόπων διέφερε μεταξύ των δύο ομάδων, όπως επίσης κανένας ενδοσκόπος δεν είχε προηγουμένως επιχειρήσει να ξεκινήσει την κολονοσκόπηση με τον ασθενή στην δεξιά πλαγία (RL) θέση.
Όπως διαπιστώθηκε, ο χρόνος που απαιτήθηκε για την είσοδο του ενδοσκοπίου στο τυφλό ήταν βραχύτερος κατά 3 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα, στους ασθενείς που η εξέταση ξεκίνησε στην RL θέση. Η βελτίωση του χρόνου αυτού αποδόθηκε σε ταχύτερη είσοδο του ενδοσκοπίου στο εγκάρσιο λόγω ευχερέστερης διέλευσης του ενδοσκοπίου από το αριστερό κόλον. Οι γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη φάνηκε να ωφελήθηκαν περισσότερο από την πρακτική αυτή (βελτίωση του μέσου χρόνου εισόδου στο τυφλό κατά 5 λεπτά και 26 δευτερόλεπτα) μάλλον επειδή, το συγκριτικά με τους άνδρες μεγαλύτερο σε μήκος παχύ έντερο σχηματίζει περισσότερο συχνά οξείες καμπές. Σημαντικό ήταν επίσης και το όφελος στους ασθενείς που είχαν προηγούμενο ιστορικό κοιλιακής χειρουργικής επέμβασης.
Ποιοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την συμπτωματολογία ασθενών με γαστροπάρεση.
Outcomes and factors associated with reduced symptoms in patients with gastroparesis. P.J. Paricha, K.P. Yates, l. Nguyen et al. Gastroenterology 2015;149:1762-74.
Λίγα είναι γνωστά για την φυσική πορεία της γαστροπάρεσης όπως επίσης και για τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την πρόγνωση. Για τον σκοπό αυτό, 262 ασθενείς με γαστροπάρεση (ιδιοπαθούς ή διαβητικής αιτιολογίας) εκτιμήθηκαν περιοδικά κάθε 16 εβδομάδες, για τουλάχιστον 48 εβδομάδες και για μέσο χρονικό διάστημα 2,1 ετών.
Μόνο το ένα τρίτο των ασθενών (28%), παρουσίασε μερική βελτίωση των συμπτωμάτων τους και κυρίως μέχρι την 48η εβδομάδα. Η περαιτέρω βελτίωση από την 48η έως την 192η εβδομάδα ήταν αμελητέα, υποδεικνύοντας την χρονιότητα του συνδρόμου.
Ο μικρός αριθμός ασθενών που παρουσίασε βελτίωση της συμπτωματολογίας του, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη ενός προγνωστικού μoντέλου, παρόλα αυτά, το ανδρικό φύλο φάνηκε να σχετίζεται με 2-πλάσια πιθανότητα βελτίωσης σε σχέση με το γυναικείο. Επιβεβαιώθηκε η καλύτερη πρόγνωση της γαστροπάρεσης στους ασθενείς εκείνους που το σύνδρομο συσχετίστηκε με προηγούμενη λοίμωξη. Σημαντικός αρνητικός παράγοντας φάνηκε να αποτελεί η κατάθλιψη, καθώς μια μέτρια έως σοβαρή κατάθλιψη συσχετίστηκε με μικρότερη του 50% πιθανότητα βελτίωσης. Επιπλέον, η συνύπαρξη συμπτωμάτων γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης έδειξε να σχετίζεται με μικρότερη τάση βελτίωσης της γαστροπάρεσης, ενώ ούτε η αγωγή με PPI’s μπορεί να επιφέρει βελτίωση του συνδρόμου.
Όσον αφορά τον δείκτη μάζας σώματος, οι υπέρβαροι ασθενείς της μελέτης, έδειξαν μικρότερη τάση βελτίωσης της συμπτωματολογίας σε σχέση με τους ασθενείς με BMI < 25 Kg/m2. Αρνητικοί, επίσης, προγνωστικοί παράγοντες, αποδείχθηκαν τόσο το ιστορικό καπνίσματος, όσο και η συνύπαρξη κοιλιακού άλγους.
Θα πρέπει να διακόπτεται η χορήγηση ασπιρίνης πριν από την κολονοσκόπηση;
Periprocedural management of aspirin during colonoscopy: a survey of practice patterns in the United States R. Robbins, C. Tian, A. Singal and D. Agrawal Gastrointest Endosc 2015;82:895-900.
Ολοένα και περισσότεροι ασθενείς λαμβάνουν ασπιρίνη για πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η αντιαιμοπεταλιακή της δράση, προφυλάσσει από τον σχηματισμό ενδοαγγειακών θρόμβων, αυξάνει όμως θεωρητικά, τον κίνδυνο αιμορραγίας κατά τη διάρκεια επεμβατικών πράξεων.
Η ολιγοήμερη διακοπή της λήψης ασπιρίνης πριν την ενδοσκοπική πολυποδεκτομή εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης καθώς ακόμη και μια σύντομη διακοπή της μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ενός θρομβωτικού επεισοδίου κατά 10%. Ο κίνδυνος αυτός παραμένει υψηλός ακόμη και για 14-25 ημέρες μετά τη διακοπή της ασπιρίνης, ακόμη και σε ασθενείς χωρίς γνωστούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, πιθανότατα λόγω του φαινομένου της «απόσυρσης της ασπιρίνης». Επιπλέον, οι παράγοντες κινδύνου για αιμορραγία μετά από πολυποδεκτομή, όπως η προχωρημένη ηλικία, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και τα χρόνια νεφρικά νοσήματα, αποτελούν επίσης παράγοντες κινδύνου ενός θρομβωτικού επεισοδίου.
Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες, προτείνουν την αποφυγή διακοπή της καθώς πολλές μελέτες αναφέρουν ότι ο κίνδυνος μείζονος αιμορραγίας δεν αυξάνεται μετά από πολυποδεκτομή παρά τη συνεχή λήψη της. Παραμένει ωστόσο ασαφές εάν η παραπάνω σύσταση εφαρμόζεται από όλους τους ενδοσκόπους. Ήδη, παλαιότερη μελέτη (1996), έδειξε πως στις ΗΠΑ, το 81% των γαστρεντερολόγων προτιμά να διακόπτει την ασπιρίνη πριν από μια κολονοσκόπηση.
Στη μελέτη αυτή, η ανασκόπηση των οδηγιών προετοιμασίας για κολονοσκόπηση σε 317 ενδοσκοπικές μονάδες των ΗΠΑ, έδειξε πως σε 138 (43,5%) συστήθηκε η συνέχιση της ασπιρίνης, σε 103 (32,5%) συστήθηκε η διακοπή της ενώ σε 76 (24%) προτάθηκε στους ασθενείς να έρθουν σε επαφή με τον θεράποντα ιατρό τους.
Οι συνηθέστεροι λόγοι για τη μη διακοπή της ασπιρίνης ήταν, η ανησυχία για τον κίνδυνο αιμορραγίας μετά από πολυποδεκτομή, η απροθυμία για αλλαγή μιας προηγούμενης πρακτικής, η υποεκτίμηση του κινδύνου ενός καρδιαγγειακού συμβάματος μετά από διακοπή της ασπιρίνης, η ανησυχία για νομικές συνέπειες απότοκες μια αιμορραγίας μετά από πολυποδεκτομή, η ασάφεια των κατευθυντήριων οδηγιών αλλά και η άγνοια των ενδοσκόπων στις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες.